- πόρτῃ
- πόρτηι , πόρτιςcalffem dat sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πορτή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ.), στην πρώην επαρχία Καρδίτσας, του ομώνυμου νομού, όπου βρίσκονται και τρεις άλλοι μικρότεροι οικισμοί, το Μαρτίνι, ο Μελιγός και το Παλαιόκαστρο … Dictionary of Greek